- αμφιπλήξ
- ἀμφιπλήξ (-ῆγος), ο, η (Α)1. (για ξίφη) αυτός που πλήττει, που χτυπά και με τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος2. (κατάρα) που εκτοξεύεται από πατέρα και μητέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + -πλήξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. ἁλιπλήξ, οἰστροπλήξ, παραπλήξ κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.